- γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
- γλισχρ-αντιλογεξεπίτριπτος, ον, Com. word in Ar.Nu.1004,A hair-splitting-pettifogging-barefaced-knavish.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γλισχραντιλογεξεπίτριπτος — ον (Α) (κωμική λέξη που απαντά στον Αριστοφάνη) αχρείος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλίσχρος + αντίλογος + εξ + επίτριπτος «ο άξιος να εξολοθρευθεί, ο πανούργος»] … Dictionary of Greek
γλισχραντιλογεξεπιτρίπτου — γλισχραντιλογεξεπίτριπτος hair splitting pettifogging barefaced knavish. masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)